- μώριος
- μώριος, ἡ (Α) [μωρός]μτγν.1. το φυτό μανδραγόρας2. το φυτό στρύχνον το υπνωτικόν3. (κατά τον Ησύχ.) «πόα τις. ᾗ πρὸς φίλτρα χρῶνται», φυτό, βότανο που χρησιμοποιούν για μάγια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μωρίου — μώριος fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρίων — μώριος fem gen pl μωρίων fool masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μώριον — μώριος fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
МОРИОС — • Morius, Μώριος или Molus, Μόλος, небольшой южный приток беотийского Кефиса, берущий начало у подошвы горы Фурия, близ Херонеи. Plut. Sull. 17. 19 … Реальный словарь классических древностей